μέλος

μέλος
μέλος, εος, τό,
A limb, in early writers always in pl., Il.7.131, Pi.N. 1.47, etc. (κατὰ μέλος is corrupt for κατὰ μέρος in h.Merc.419); μελέων ἔντοσθε within my bodily frame, A.Pers.991 (lyr.), cf. Eu.265 (lyr.); κατὰ μέλη ([etym.] -εα) limb by limb, like μελεϊστί, Pi.O.1.49, Hdt.1.119;

τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μέρη Pl.Lg.795e

; μέλη ποιεῖν dismember, LXX 2 Ma.1.16: later in sg., AP9.141, Gal.UP12.3,al.;

ἡ κατὰ μέλος τομή Str.2.1.30

.
2 metaph.,

ἐσμὲν . . ἀλλήλων μέλη Ep.Rom.12.5

, cf. 1 Ep.Cor.6.15.
3 features, form,

οὐκέτ' ἐγὼ . . γονέων μ. ὄψομαι BMus.Inscr.1077

([place name] Sudan).
B esp. musical member, phrase: hence, song, strain, first in h.Hom.19.16 (pl.), of the nightingale (the Hom. word being μολπή), cf. Thgn.761, etc.;

μέλη βοῶν ἄναυλα S.Fr.699

; esp. of lyric poetry,

τὸ Ἀρχιλόχου μ. Pi.O.9.1

; ἐν μέλεϊ ποιέειν to write in lyric strain, Hdt.5.95, cf. 2.135;

ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ Pl.R.607d

, cf. D.H. Comp.11;

Ἀδμήτου μ. Cratin.236

; μέλη, τά, lyric poetry, choral songs, opp. Epic or Dramatic verse, Pl.R.379a, 607a, al.; [μ.] ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ ib.398d.
b lyric portion of the Comic παράβασις, Heph.Poëm.8.2.
2 music to which a song is set, tune, Arist.Po.1450a14; opp. ῥυθμός, μέτρον, Pl.Grg. 502c; opp. ῥυθμός, ῥῆμα, Id.Lg.656c; Κρητικόν, Καρικόν, Ἰωνικὸν μ., Cratin.222, Pl.Com.69.12,14: metaph., ἐν μέλει properly, correctly,

ἐν μ. φθέγγεσθαι Pl.Sph.227d

; παρὰ μέλος incorrectly, inopportunely,

πὰρ μ. ἔρχομαι Pi.N.7.69

;

παρὰ μ. φθέγξασθαι Pl.Phlb.28b

, Lg.696d;

παρὰ μέλος λαμπρύνεσθαι Arist.EN1123a22

, cf. EE1233a39.
3 melody of an instrument,

φόρμιγξ δ' αὖ φθέγγοιθ' ἱερὸν μ. ἠδὲ καὶ αὐλός Thgn.761

;

αὐλῶν πάμφωνον μ. Pi.P.12.19

;

πηκτίδων μέλη S.Fr.241

: generally, tone,

μ. βοῆς E.El.756

. [In h.Merc.502 θεὸς δ' ὑπὸ καλὸν ἄεισεν must be read for θεὸς δ' ὑπὸ μέλος ἄεισεν, and Ἕλλησιν δ' ᾄδων μέλεα καὶ ἐλέγους is corrupt in Epigr. ap. Paus.10.7.6.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέλος — limb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το 1. μέρος του σώματος: Τον χτυπούσαν σε κάθε μέλος του σώματος. 2. το κάθε άτομο μιας ομάδας ή συνόλου: Πολλά μέλη του κόμματος διαφώνησαν. 3. χορικό, άσμα, τραγούδι: Τα μέλη της τραγωδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γρηγοριανό μέλος — Όρος με τον οποίο υποδηλώνεται ολόκληρος ο μουσικός πολιτισμός της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, που άνθησε ακόμα και πριν από τον πάπα Γρηγόριο Α’ τον Μέγα, και συνεχίστηκε έως την υστερομεσαιωνική περίοδο. Το Γ.μ. είναι αυστηρά μονοφωνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Καρικόν μέλος — Αρχαίος μουσικός ρυθμός καρικής καταγωγής, που είναι γνωστός και ως χορίαμβος. Αποτελείται από τροχαίους και ιάμβους και συνήθιζαν να τον αποδίδουν με αυλό …   Dictionary of Greek

  • μέλει — μέλος limb neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέλεϊ , μέλος limb neut dat sg (epic ionic) μέλος limb neut dat sg μέλω to be an object of care pres ind mp 2nd sg μέλω to be an object of care pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… …   Dictionary of Greek

  • φτερούγα — Μέλος ή κινητή απόφυση, που επιτρέπει στα πουλιά και σε πολλά έντομα να πετούν. Στα πουλιά οι φ. αντιστοιχούν με τα μπροστινά άκρα των άλλων σπονδυλωτών, και κατά συνέπεια με τα μπράτσα του ανθρώπου. Η φ. αποτελείται από σκελετό χωρισμένο σε 3… …   Dictionary of Greek

  • μελέεσι — μέλος limb neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέεσιν — μέλος limb neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελέεσσι — μέλος limb neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”